Ταυτότητα: Το βούτυρο γκι (Ghee) αποτελεί ουσιώδες συστατικό της ινδικής κουζίνας και παράγεται με διαύγαση, μια πολύ παλαιά τεχνική, που χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες στη βόρεια Ινδία. Χάρη σε αυτή, το Ghee διατηρείται εκτός ψυγείου για αρκετές εβδομάδες. Το ανεπεξέργαστο αγελαδινό βούτυρο θερμαίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία (περίπου στους 100ο C), για όση ώρα χρειάζεται ώστε να διαχωριστεί το λίπος από τον ορό και τα στερεά κατάλοιπα του γάλακτος, τα οποία απομακρύνονται στη συνέχεια με ξάφρισμα και μετάγγιση. Το καθαρό λίπος το οποίο μένει ονομάζεται ghee (γκι), για την ακρίβεια usli ghee, που σημαίνει «καθαρισμένο βούτυρο» και προέρχεται από από το σανσκριτικό ghrta. Μοιάζει πολύ με το clarified (διαυγασμένο) butter της Δυτικής κουζίνας.
Μορφή: Το γκι έχει πιο σκληρή υφή από το κοινό βούτυρο, ενώ το χρώμα του είναι υπόλευκο έως φιλντισένιο.
Αρώματα & γεύση: Η αργή θέρμανση κατά τη διαδικασία της διαύγασης προσδίδει στο βούτυρο Ghee ένα ελαφρύ άρωμα και γεύση καβουρδισμένων ξηρών καρπών, ιδιαίτερα φουντουκιού.
Στην κουζίνα: Το κυριότερο πλεονέκτημά του είναι η ανθεκτικότητά του στις υψηλές θερμοκρασίες, που το κάνει ιδανικό για το τηγάνι, αλλά και για τον φούρνο, καθώς αρχίζει να «καπνίζει» στους 252°C. Συνιστάται για το τσιγάρισμα κρεάτων και ψαριών, αλλά χρησιμοποιείται και ως μαγειρικό λίπος (shortening) για διάφορες ζύμες (κουλουράκια, κουραμπιέδες, cookies).