Ταυτότητα: Η ονομασία Καλέντουλα αναφέρεται σε ένα ολόκληρο γένος φυτών, που ανήκουν στην ίδια υποοικογένεια με τον ηλίανθο και το εστραγκόν, όμως το είδος που συνήθως χρησιμοποιείται στην κοσμετολογία και τη μαγειρική είναι η Calendula officinalis (Καλέντουλα η φαρμακευτική). Το φυτό φαίνεται να κατάγεται από τη νότια Ευρώπη και τη νοτιοανατολική Ασία, η μεγάλη προσαρμοστικότητά του όμως το βοήθησε να διαδοθεί, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η λατινική ονομασία του πιθανόν σχετίζεται με τις Καλένδες των Ρωμαίων, οι οποίοι θεωρούσαν τα άνθη του σύμβολο χαράς και καλοτυχίας, όπως και αρκετοί άλλοι λαοί. Καλλιεργήθηκε από πολύ νωρίς σε κήπους ως καλλωπιστικό φυτό, ο δημοφιλής κατιφές με τα πορτοκαλί ή κίτρινα λουλούδια, αλλά και για τις φαρμακευτικές, κυρίως επουλωτικές, ιδιότητες που του αποδόθηκαν από τη λαϊκή ιατρική. Τα άνθη είναι βρώσιμα και χρησιμοποιούνται είτε φρέσκα σε σούπες και μαγειρευτά, ιδιαίτερα στη Γερμανία, είτε αποξηραμένα, ως αφέψημα.
Μορφή: Ολόκληρα άνθη αποξηραμένα, με σκουροπράσινους στήμονες και κίτρινα-πορτοκαλί πέταλα.
Αρώματα και γεύση: Φίνο και πολύ ευχάριστο άρωμα, που θυμίζει χαμομήλι. Γεύση διακριτικά πιπεράτη, με γήινες νότες.
Στην κουζίνα: Πλούσια σε καροτενοειδή, χρωστικές ουσίες που λειτουργούν ως αντιοξειδωτικά στον ανθρώπινο οργανισμό, αλλά και σε άλλα πολύτιμα στοιχεία, τα αποξηραμένα άνθη της Καλέντουλας μπορούν να καταναλωθούν ως ρόφημα, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με άλλα βότανα. Υπολογίστε 1-2 κουταλιές της σούπας για 250 γραμμάρια ζεστό νερό και αφήστε να εκχυλιστούν για περίπου 15 λεπτά.
Ταιριάσματα: Ταιριάζει πολύ με αποξηραμένα φρούτα, φύλλα μέντας, ξερά τριαντάφυλλα, μαύρο τσάι και άνθη ιβίσκου (καρκαντέ).