Ταυτότητα: Πολλούς αιώνες πριν οι Δυτικοί την κατατάξουν στις υπερτροφές και αρχίσουν να την καταναλώνουν με φανατισμό, η Κινόα αποτέλεσε κυρίαρχο στοιχείο στη διατροφή των κατοίκων των Άνδεων. Οι Ίνκας μάλιστα την θεωρούσαν ιερό δώρο των θεών και την περιλάμβαναν στις θρησκευτικές τους τελετουργίες. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που οι Ισπανοί κατακτητές απαγόρευσαν την καλλιέργεια της. Η ονομασία της παραπέμπει στη γλώσσα «κέτσουα» που υπήρξε η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Η κινόα προέρχεται από τους σπόρους του φυτού Chenopodium quinoa (Χηνοπόδιον η κινόα), οι οποίοι συνήθως έχουν λευκό-μπεζ χρώμα, ενώ πιο σπάνια συναντάμε φυτά με κόκκινους ή μαύρους σπόρους. Παραδοσιακά, τα φυτά αυτά βρίσκονταν ανακατεμένα στους αγρούς της λευκής κινόα, όμως καθώς οι καταναλωτές της Δύσης, εύρισκαν ελκυστική αυτή τη χρωματική ιδιαιτερότητα, άρχισαν να καλλιεργούνται χωριστά.
Μορφή: Πολύ μικροί, γυαλιστεροί και σκληροί σπόροι, σε κόκκινο-καφέ χρώμα.
Αρώματα και γεύση: Στο μαγείρεμα διατηρεί την τραγανή υφή της, που βρίσκεται ανάμεσα στη λευκή και τη μαύρη κινόα. Το χρώμα της σκουραίνει ελαφρά, ενώ η γεύση είναι πιο πλούσια από της λευκής.
Στην κουζίνα: Αν και από άποψη διατροφικής αξίας τα τρία χρώματα της κινόα, παρουσιάζουν πολύ μικρές διαφορές, οι μάγειρες προτιμούν την κόκκινη για τις κρύες σαλάτες και τα χορτοφαγικά μπιφτέκια. Χρειάζεται περίπου 15 λεπτά σιγανό βράσιμο, σε αναλογία 1:2.
Ταιριάσματα: Αγαπά τα πράσινα λαχανικά, τα καρότα, τα ξερά σύκα, τις σταφίδες, τη ρόκα, το σκόρδο και το φρέσκο βασιλικό.