Ταυτότητα: Η Κινόα προέρχεται από τους σπόρους του φυτού Chenopodium quinoa (Χηνοπόδιον η κινόα), που θεωρείται «ψευδοδημητριακό» και συγγενεύει βοτανολογικά με το σπανάκι, τον αμάραντο και τα ζαχαρότευτλα. Αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την καλλιέργεια του φυτού, που οι Ίνκας θεωρούσαν ιερό και ονόμαζαν «μητέρα όλων των σπόρων», πριν από τουλάχιστον 4.000 χρόνια. Παρά ταύτα οι στρατιώτες του Francisco Pizarro, δεν του έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, πιθανότατα γιατί αφενός το βρήκαν ακατάλληλο για την παραγωγή ψωμιού, αφού το αλεύρι του δεν «φουσκώνει» καθώς δεν περιέχει γλουτένη και αφετέρου γιατί ο σπόρος έχει ένα προστατευτικό εξωτερικό περίβλημα πολύ πικρό και τοξικό, που χρειάζεται ειδική επεξεργασία για να απομακρυνθεί. Μόλις στη δεκαετία του 1970, οι κάτοικοι των ανεπτυγμένων χωρών ανακάλυψαν τα διατροφικά πλεονεκτήματα της Κινόα, που θα τη βρούμε σε τρεις χρωματικές «παραλλαγές» -ξανθή, κόκκινη και μαύρη- ανάλογα με την ποικιλία από την οποία προέρχεται. Η «βασιλική» εκδοχή προέρχεται από μια πολύ ιδιαίτερη ποικιλία, που καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά στα υψίπεδα της δυτικής Βολιβίας, σε υψόμετρο που πλησιάζει τα 4.000 μέτρα.
Μορφή: Πολύ μικροί, γυαλιστεροί και σκληροί μαύροι σπόροι.
Αρώματα και γεύση: Η μαύρη, βασιλική Κινόα, όταν μαγειρευτεί διατηρεί την τραγανή υφή και το χρώμα της. Η γεύση της είναι γήινη και ανεπαίσθητα γλυκιά.
Στην κουζίνα: Μπορεί να αντικαταστήσει το ρύζι, σχεδόν σε όλες του τις χρήσεις. Βράστε αλατισμένο νερό (ή ζωμό λαχανικών) σε αναλογία 2½ μέρη νερό για ένα μέρος κινόα. Μόλις βράσει ρίχνετε την κινόα και χαμηλώνετε τη φωτιά. Αφήνετε να σιγομαγειρευτεί μέχρι να απορροφήσει όλο το υγρό (15-20 λεπτά). Υπολογίστε περίπου 60 γραμμάρια για μια κανονική μερίδα. Η υφή και το χρώμα της την κάνουν ιδανική για σαλάτες λαχανικών ή για πιάτα με κρέας.
Ταιριάσματα: Ταιριάζει με λαχανικά, κάρi, γάλα καρύδας, μέντα και σχοινόπρασο.