Ταυτότητα: Οι λεπτές, σαν ίνες, κλωστές της πιπεριάς τσίλι προέρχονται από τη μαγειρική παράδοση της Κορέας, όπου ονομάζονται «σιλγκότσου» (shilgochu, sil kochu ή sil ko'chu) και χρησιμοποιούνται αντί της σκόνης ή των διαφόρων φρέσκων τσίλι. Παράγονται από διάφορες κόκκινες πιπεριές, του γένους των Καψικών (Capsicum), όπως το τσίλι ιντού (chilli idu), το χίντα (jinta) και το τσαοτιάν (chaotian). Παραδοσιακά, οι κλωστές του τσίλι είναι διακοσμητικές, θεωρούνται όμως απαραίτητο συστατικό για την παρασκευή του τουρσιού kimchi.
Μορφή: Οι κόκκινες πιπεριές κόβονται σε τόσο λεπτές λωρίδες, που όντως μοιάζουν με κλωστές. Το πάχος τους δεν ξεπερνάει τα 0,05 εκ., ενώ το μήκος τους κυμαίνεται μεταξύ 5-8 εκ. Αν και αποξηραμένες, διατηρούν μια σχετική υγρασία που φτάνει γύρω στο 15%.
Αρώματα και γεύση: Το άρωμά τους είναι ήπιο, η γεύση τους μπορεί να συγκριθεί με την πάπρικα ή το χαλέπικο κοκκινοπίπερο, ενώ η ένταση του καψίματος είναι μέτρια προς χαμηλή.
Στην κουζίνα: Αρχικώς, οι Κορεάτες τις έκοβαν τόσο λεπτές για να διακοσμούν τα φαγητά τους, προσδίδοντας τους μια φλογάτη, κόκκινη χρωματική νότα. Επειδή όμως έτσι κομμένες προσθέτουν και μια πιπεράτη, ελάχιστα καυτερή πινελιά, τις χρησιμοποιούν σε διάφορα εμβληματικά πιάτα τους, όπως το παραδοσιακό βραστό, το γκοτσουγιάνγκ (gochujang) ή τα αυγά που βράζουν μέσα σε σόγια, τα γκιεράν-γιανγκ-τζορίμ (gyeran-jang-jorim). Ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο, οι κλωστές της πιπεριάς τσίλι βρήκαν τη θέση τους σε πιάτα ορεκτικών, όπως το σεβίτσε, αλλά και σε πολλές σούπες, σαλάτες και δυτικά πιάτα ζυμαρικών ή ριζότο. Συνηθίζονται ως άρτυμα για το ξίδι και πάνω από κρέατα της σχάρας. Ένα ελαφρύ καβούρδισμα, για περίπου 1 λεπτό, σε μέτρια θερμοκρασία για να μην καούν, αναδεικνύει καλύτερα τη γεύση τους. Το μούλιασμα, σε νερό, για 10-15 λεπτά τις μαλακώνει και τους δίνει μια πιο ανάλαφρη όψη, απαραίτητη όταν χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικές.
Ταιριάσματα: Τους ταιριάζει το σκόρδο, ο φρέσκος κόλιανδρος, το φρέσκο κρεμμυδάκι, το λάιμ, ο δυόσμος και ο βασιλικός, αλλά και το σουσάμι και το μαυροκούκι.