Ταυτότητα: Ο κρόκος ή ζαφορά ή σαφράν, είναι ίσως το ακριβότερο μπαχαρικό στον κόσμο, σε σχέση τιμής/βάρους. Προέρχεται από τα στίγματα του ύπερου του φυτού Crocus sativus (Κρόκος ο ήμερος), που συλλέγονται και αποξηραίνονται με μια εξαιρετικά δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία. Το ίδιο το φυτό, φαίνεται πως προέρχεται από την βελτίωση και την «εξημέρωση» του άγριου κρόκου (Crocus cartwrightianus), που τον βρίσκουμε ακόμα αυτοφυή στις Κυκλάδες και την Κρήτη. Καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, με το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής (σχεδόν το 90%), να προέρχεται από το Ιράν και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, η μόνη συστηματική καλλιέργεια βρίσκεται στην Κοζάνη, γύρω από το χωριό Κρόκος (το χωριό πήρε το όνομα από το φυτό και όχι το αντίστροφο), όπου οι κλιματολογικές συνθήκες και το έδαφος ευνοούν την παραγωγή προϊόντος κορυφαίας ποιότητας.
Μορφή: Φάκελοι, που περιέχουν 0,25 γραμμάρια σκόνης, ποσότητα που αντιστοιχεί σε 10-12 «μερίδες». Η σκόνη, έχει βαθυκόκκινο χρώμα, δείγμα εξαιρετικής ποιότητας, καθώς σημαίνει ότι έχουν χρησιμοποιηθεί μόνο τα «θηλυκά» στίγματα και όχι και οι «αρσενικοί», σχεδόν άοσμοι, στήμονες με το κίτρινο χρώμα.
Αρώματα και γεύση: Το άρωμα του κρόκου είναι χαρακτηριστικό, ίσως ελαφρά φαρμακευτικό, αλλά καθόλου δυσάρεστο, με φυτικές αποχρώσεις, αλλά και περάσματα μελιού και λουλουδιών. Στο στόμα επικρατούν τα ίδια αρώματα, ενώ μένει και μια διακριτική πίκρα στο τελείωμα.
Στην κουζίνα: Δίνει ωραίο κίτρινο χρώμα και άρωμα σε ρύζια, σε σούπες, στην ισπανική παέγια και στις διάφορες παραλλαγές της, στο κοτόπουλο και τα ψάρια, ενώ συμμετέχει σε μείγματα μπαχαρικών. Για να έχετε το καλύτερο αποτέλεσμα, διαλύστε ελάχιστη σκόνη σε λίγο υγρό και προσθέστε την στο φαγητό προς το τέλος του μαγειρέματος.
Ταιριάσματα: Συνδυάζεται όμορφα με το γλυκάνισο, το καρδάμωμο, την κανέλα, τον μαραθόσπορο, την πάπρικα, το μοσχοκάρυδο, το τζίντζερ, τα μπουμπούκια του τριαντάφυλλου και το ροδόνερο.