Ταυτότητα: Το σουμάκ ή σουμάκι προέρχεται από τους αποξηραμένους και κονιορτοποιημένους καρπούς του θάμνου βυρσιά ή ρούδι (Ρους ο βυρσοδεψικός, Rhus coriaria), που είναι ιθαγενής στη λεκάνη της Μεσογείου και στη δυτική Ασία. Ο θάμνος χρωστάει την ονομασία του στην υψηλή περιεκτικότητα του σε τανίνες, που τον έκανε χρήσιμο παλαιότερα στην κατεργασία δερμάτων. Αντίθετα, το όνομα του μπαχαρικού φαίνεται πως έχει τις ρίζες του στη σημιτική ή αραμαϊκή γλώσσα, όπου σημαίνει κόκκινο, γεγονός που δηλώνει και τη χρήση του σουμάκ από την αρχαιότητα. Άλλωστε, ο Γαληνός το αναφέρει ως ρους ο μαγειρικός και οι Ρωμαίοι το μεταχειρίζονταν στην κουζίνα τους ως υποκατάστατο του λεμονιού ή του ξιδιού
Μορφή: Η χονδρόκοκκη σκόνη του σουμάκ έχει βαθυκόκκινο, βυσσινί χρώμα.
Αρώματα & γεύση: Το ιδιαίτερο άρωμα του σουμάκ θυμίζει εσπεριδοειδή σε συνδυασμό με μπαχάρι, ενώ η γεύση του είναι ευχάριστα όξινη, φρουτώδης, αλλά και ελαφρά στυφή.
Στην κουζίνα: Χρησιμοποιείται για να αρτύσει το ρύζι, το ψωμί, τα λαχανικά, τα κεμπάπ και το κοτόπουλο, προσφέροντας μια ευχάριστη λεμονάτη νότα, αλλά και τη σαλάτα φατούς (fattoush). Ανακατεμένο με αλάτι, καβουρδισμένο σουσάμι και διάφορα είδη ρίγανης και θυμαριού (καλαμινθίνη, συριακή ρίγανή, θρούμπι) συμμετέχει στο λιβανέζικο μείγμα ζα’αταρ (za'atar).
Ταιριάσματα: Συνδυάζεται με το κύμινο, την πάπρικα, το μπαχάρι, το τσίλι, τον κόλιανδρο, το σουσάμι, αλλά και με το σκόρδο, το δυόσμο, το ρόδι και τον μαϊντανό.