Ταυτότητα: Ο μάραθος (Foeniculum vulgare ή Μάραθον το κοινόν) είναι ένα από τα πολλά φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των σκιαδοφόρων, όπως ο άνηθος και ο γλυκάνισος. Ποώδες, πολυετές φυτό, με καταγωγή από τη λεκάνη της Μεσογείου, μια και η αρχαιότερη καταγραφή του συναντάται σε Γραμμική Γραφή Β, διαδόθηκε στην Ευρώπη από τις ρωμαϊκές λεγεώνες και στη συνέχεια σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Όλα τα μέρη του φυτού είναι βρώσιμα, ως μπαχαρικό όμως χρησιμοποιούνται οι ξεροί σπόροι του.
Μορφή: Οι σπόροι του μάραθου έχουν ανοιχτό πράσινο χρώμα με γκρίζες ανταύγειες και με τον χρόνο σκουραίνουν προς το καφέ. Το σχήμα τους είναι οβάλ, με χαρακτηριστικές ραβδώσεις στην επιφάνειά τους. Μοιάζουν με αυτούς του άνηθου μόνο που είναι αρκετά μεγαλύτεροι.
Αρώματα και γεύση: Θερμά και γλυκά, τα αρώματα του μαραθόσπορου θυμίζουν γλυκόριζα ή καραμέλα ούζου, αλλά και εκείνα του γλυκάνισου σε ηπιότερη εκδοχή. Η γεύση του είναι ήπια, σχεδόν γλυκιά, ενώ τα αρώματα στόματος κινούνται στους ίδιους τόνους με της μύτης.
Στην κουζίνα: Αρωματίζει λουκάνικα στην Ιταλία –και στη Σύρο–, ενώ αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στο ινδικό pan masala, ένα μείγμα σπόρων που προσφέρεται στο τέλος του γεύματος για να καθαρίσει την αναπνοή. Συμμετέχει στο κλασικό μείγμα Panch phoron, που χαρακτηρίζει την κουζίνα της ανατολικής Ινδίας και του Μπαγκλαντές, νοστιμίζει τις μαγειρικές με ψάρι της αγγλικής κουζίνας και συχνά το βρίσκουμε στους αποστακτήρες του ελληνικού ούζου. Βάλτε μερικούς σπόρους στην κοιλιά των ψαριών που θα ψήσετε στη σχάρα ή στον φούρνο, αλλά και στην ψαρόσουπα, ή δοκιμάστε τους μαζί με φρέσκα λευκά τυριά.
Ταιριάσματα: Συνδυάζεται με το κύμινο, το μοσχοσίταρο, τη μουστάρδα, το αστεροειδές γλυκάνισο, το γαρίφαλο, το τζίντζερ, την κανέλα και το καρδάμωμο.