Ταυτότητα: Παρότι τα διάφορα είδη του σιναπιού ήταν γνωστά στην αρχαιότητα και είχαν μεγάλη εφαρμογή στην ιατρική της εποχής, οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τους σπόρους αυτών των φυτών για να δημιουργήσουν ένα μαγειρικό άρτυμα, φαίνεται πως ήταν οι Ρωμαίοι. Ανακάτεψαν αλεσμένους σιναπόσπορους με μούστο και έτσι γεννήθηκε μια καυτερή πάστα που την ονόμασαν mustum ardens, καυτερό μούστο δηλαδή, και με αυτό το όνομα πέρασε, φυσικά με τις σχετικές προσαρμογές, στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Με το πέρασμα των χρόνων και ανάλογα με τις γευστικές συνήθειες κάθε τόπου, γεννήθηκαν αρκετοί διαφορετικοί τύποι μουστάρδας, όμως στη βάση παραμένουν πάντα οι σπόροι τριών συγγενικών φυτών. Οι λευκοί του Sinapis alba, οι μαύροι του Brassica nigra και οι καφεκόκκινοι του Brassica juncea. Για την αγγλικού τύπου μουστάρδα, για παράδειγμα, ως βάση χρησιμοποιείται η σκόνη μουστάρδας που προέρχεται από το λεπτό άλεσμα των λευκών σπόρων του Sinapis alba, όπως η σκόνη μουστάρδας που σας προτείνει το Μπαχάρ.
Μορφή: Λεπτή πούδρα, με πολύ ζωηρό κίτρινο χρώμα.
Αρώματα και γεύση: Για να αποδώσει τα αρωματικά και γευστικά της χαρακτηριστικά η σκόνη μουστάρδας θα πρέπει να έλθει σε επαφή με υγρό. Τότε αποκαλύπτει την πικάντικη προσωπικότητά της, με το διακριτικό κάψιμο.
Στην κουζίνα: Η σκόνη μουστάρδας είναι από τα αγαπημένα αρτύματα των Άγγλων, οι οποίοι την πασπαλίζουν πάνω από ψητά κρέατα, τη χρησιμοποιούν σε μαρινάδες, γλασαρίσματα και σάλτσες, την προσθέτουν σε λαχανικά και όσπρια, σε ντρέσινγκ για σαλάτες και γενικώς… παντού. Ασφαλώς είναι επίσης ιδανική ως βάση για να δημιουργήσετε τη δική σας μουστάρδα.
Ταιριάσματα: Αγαπάει, ανάμεσα στα άλλα, το ξίδι, το κρασί, το μέλι, το εστραγκόν, την πάπρικα, τον κουρκουμά και το σαφράν.