Ταυτότητα: Το σινάπι είναι φυτό της οικογένειας των σταυρανθών, με καταγωγή από τη Μεσόγειο, αλλά διαδεδομένο σχεδόν σε ολόκληρο των κόσμο. Έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 10 είδη του, από τα οποία πέντε τα συναντάμε ως αυτοφυή στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους το Sinapis arvensis, γνωστό και ως άγρια βρούβα ή λαψάνα, που τα τρυφερά φύλλα και οι βλαστοί του είναι βρώσιμοι, και το Sinapis alba ή Σινάπι λευκό που οι σπόροι του χρησιμοποιούνται στην παραγωγή της μουστάρδας. Ο κίτρινος σιναπόσπορος ή κίτρινοι σπόροι μουστάρδας, λοιπόν, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα σπέρματα του λευκού σιναπιού, που συλλέγονται στην ωριμότητά τους, λίγο πριν εγκαταλείψουν το περικάρπιό τους.
Μορφή: Οι σπόροι είναι πολύ μικροί, σκληροί, ολοστρόγγυλοι και το χρώμα τους κινείται ανάμεσα στο κίτρινο και το κιτρινοκαφέ.
Αρώματα & γεύση: Ο κίτρινος σιναπόσπορος όταν είναι ολόκληρος, πρακτικά δεν έχει άρωμα, ενώ στο στόμα αφήνει μια υπόπικρη αίσθηση. Μόλις όμως σπάσει ή γίνει σκόνη και έλθει σε επαφή με υγρό, ενεργοποιούνται μια σειρά από χημικές αντιδράσεις, που καταλήγουν στη χαρακτηριστική, θερμή, ελαφρά επιθετική γεύση, με τις γήινες νότες.
Στην κουζίνα: Χρησιμοποιούνται ολόκληροι σε πίκλες, τουρσιά, μαρινάδες, ακόμα και στην άλμη για ελιές. Σε αρκετές περιοχές της Ινδίας, τους καβουρδίζουν σε λάδι μέχρι να «σκάσουν» και τους χρησιμοποιούν ως μπαχαρικό. Βέβαια, η πιο συνηθισμένη χρήση τους είναι σε μορφή σκόνης, τη σκόνη μουστάρδας, που αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μπαχαρικά της αγγλικής κουζίνας, όπου, αραιωμένη με νερό, προστίθεται στα μαγειρευτά της κατσαρόλας και σε διάφορες σάλτσες. Μπορεί να προστεθεί σε μαρινάδες, σε σάλτσες για το μπαρμπεκιού που προορίζονται για κοτόπουλο και ψάρια, αλλά και σε βινεγκρέτ.
Ταιριάσματα: Συνδυάζεται με το ξερό θυμάρι, το δεντρολίβανο και τη ρίγανη, αλλά και με την πάπρικα. Ανακατεμένο με νερό ή ξίδι, το κίτρινο σινάπι συνδυάζεται με ανθό αλατιού, μαύρο πιπέρι, σκόνη σκόρδου, μαύρη ζάχαρη για να δώσει σάλτσες για το μαρινάρισμα κρεατικών και ψαριών.